- σταιρόν
- σταιρόν· ξηρόν, θερμόν, ἄκρατον, Hsch. (cf. σταγρόν, σταθερός).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταιρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ξηρόν, θερμόν, ἄκρατον» … Dictionary of Greek